νηματώδης

νηματώδης
-ώδες (Α νηματώδης, -ῶδες) [νήμα]
1. αυτός που αποτελείται από νήματα ή που χωρίζεται σε νήματα («νηματώδεις ἱστοὶ φυτοῡ», Πλούτ.)
2. αυτός που μοιάζει με νήμα («νηματώδες νεύρο»)
νεοελλ.
(το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι νηματώδεις
ζωολ. φύλο ή ομοταξία τών νημαθελμίνθων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • νηματώδη — νηματώδης fibrous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) νηματώδης fibrous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) νηματώδης fibrous masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nematodo — ► adjetivo/ sustantivo masculino ZOOLOGÍA Perteneciente a una clase de gusanos nematelmintos cuyo aparato digestivo consiste en un tubo recto desde la boca al ano, no poseen aparato respiratorio ni circulatorio y, en general, son parásitos.… …   Enciclopedia Universal

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • δρακόντιο — (dracum culus). Είδος σκουληκιού που παρασιτεί στον άνθρωπο και προκαλεί τη νόσο δρακοντίαση. Συνήθως παρασιτεί στον υποδερμικό ιστό των ανθρώπων που ζουν στις τροπικές περιοχές της Αφρικής, της Ασίας και της Αμερικής. Το σώμα του θηλυκού είναι… …   Dictionary of Greek

  • ετερακίς — ίδος, η νηματώδης σκώληκας τής οικογένειας ασκαρίδες. [ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνειο. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου (πρβλ. αγγλ. heterakis < αρχ. ελλ. ετερο * + ακίς)] …   Dictionary of Greek

  • νημάτινος — η, ο [νήμα] 1. αυτός που μοιάζει με νήμα, νηματοειδής («νημάτινος ιστός τής αράχνης») 2. αυτός που αποτελείται από νήματα ή που μπορεί να χωριστεί σε νήματα, νηματώδης …   Dictionary of Greek

  • σερπεντίνης — Φυλλοπυριτικό ορυκτό, με χημικό τύπο Mg6(OH)8Si4O10. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα, παρουσιάζει όμως ποικιλίες συχνά ψευδοεξαγωνικής συμμετρίας. Ο σ. συναντιέται σε δύο βασικές παραλλαγές: του αντιγορίτη και του χρυσοτίλη. Ο αντιγορίτης… …   Dictionary of Greek

  • συναγρίδα — (dentex dentex). Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των Σπαριδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μακρουλό και ισχυρό σώμα, πεπιεσμένο στα πλευρά· η ράχη έχει χρώμα γαλάζιο, ενώ τα πλευρά και η κοιλιά είναι άσπρα αργυρόχρωμα. Το κεφάλι, μάλλον μεγάλο …   Dictionary of Greek

  • γιούκα — Γένος μονοκοτυλήδονων δενδρωδών φυτών της οικογένειας των λειριιδών. Είναι ιθαγενή δέντρα, κυρίως του Μεξικού και των θερμών περιοχών της Βόρειας Αμερικής. Ο κορμός τους δεν έχει διακλαδώσεις ή παίρνει προς τα πάνω τη μορφή ακατάστατης τούφας. Τα …   Dictionary of Greek

  • nematodo — (Del fr. nématodes, o del it. nematodi, y estos del gr. νηματώδης, filiforme). 1. adj. Zool. Se dice de los gusanos nematelmintos que tienen aparato digestivo, el cual consiste en un tubo recto que se extiende a lo largo del cuerpo, entre la boca …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”